acide
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαacide (fr) αρσενικό
- το οξύ
L'acide chlorhydrique : το υδροχλωρικό οξύ.
- το ξινό
Cela a un goût acide : είναι ξινό.
acide (fr) αρσενικό
L'acide chlorhydrique : το υδροχλωρικό οξύ.
Cela a un goût acide : είναι ξινό.