Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ksiˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξι‐νό
τονικό παρώνυμο: ξύνω

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το ξινό
      γενική του ξινού
    αιτιατική το ξινό
     κλητική ξινό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ξινό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ξινός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξινό ουδέτερο

  1. (μόνο στον ενικό) η γεύση και η επίγευση του ξινού
  2. (μόνο στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη ξινά

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ξινό: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ξινό

  Πηγές επεξεργασία