Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξινό ουδέτερο

  1. (μόνο στον ενικό) η γεύση και η επίγευση του ξινού
  2. (μόνο στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη ξινά

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ξινό: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία