ξινό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ksiˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξι‐νό
- τονικό παρώνυμο: ξύνω
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξινό | ||
γενική | του | ξινού | ||
αιτιατική | το | ξινό | ||
κλητική | ξινό | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ξινό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ξινός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξινό ουδέτερο
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- ξινό: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαξινό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του ξινός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ξινός
Πηγές
επεξεργασία- ξινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας