επίγευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίγευση | οι | επιγεύσεις |
γενική | της | επίγευσης* | των | επιγεύσεων |
αιτιατική | την | επίγευση | τις | επιγεύσεις |
κλητική | επίγευση | επιγεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιγεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίγευση < επί- + γεύση, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική aftertaste
Ουσιαστικό επεξεργασία
επίγευση θηλυκό
- (γαστρονομία) η γευστική εντύπωση που συνεχίζει να υφίσταται στο στόμα ή τον ουρανίσκο, ακόμα και μετά την κατάποση μιας τροφής ή ενός ποτού
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίγευση