Ετυμολογία

επεξεργασία
aceo < πρωτοϊταλική *akēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eḱ-

aceo (la)

  1. (κυριολεκτικά) ξινίζω
  2. (μεταφορικά) δυσαρεστώ

Δείτε επίσης

επεξεργασία