↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακετυλένιο τα ακετυλένια
      γενική του ακετυλενίου
ακετυλένιου
των ακετυλενίων
    αιτιατική το ακετυλένιο τα ακετυλένια
     κλητική ακετυλένιο ακετυλένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακετυλένιο < (οπτικό δάνειο) γαλλική acétylène + -ιο[1] Δείτε και ασετυλίνη, ακετύλιο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ce.tiˈle.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κε‐τυ‐λέ‐νι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακετυλένιο ουδέτερο

  • (χημεία) άλλη μορφή του ασετυλίνη
    ※  Το ακετυλένιο χρησιμοποιείται στη συγκόλληση των μετάλλων (οξυακετυλενική φλόγα). Παλαιότερα το ακετυλένιο αποτελούσε τη βάση για τη βιομηχανική παρασκευή πολλών οργανικών ενώσεων με μεγάλες πρακτικές εφαρμογές. Μετά το 1970 και μέχρι σήμερα, ο ρόλος του ακετυλενίου έχει περιοριστεί, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις έχει αντικατασταθεί από το φτηνότερο αιθυλένιο.
    Χημεία Β' Λυκείου Γενικής Παιδείας, χ.χ. Ενότητα 2.6 Αλκίνια - αιθίνιο ή ακετυλένιο @ebooks.edu.gr, πρόσβαση:2024.12.15.
    ταυτόσημα: αιθίνιο, ασετυλίνη

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία