ακετυλένιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ακετυλένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική acétylène < acetyl < λατινική acetum (< aceo < πρωτοϊταλικά *akēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eḱ-: οξύς, κοφτερός) + αρχαία ελληνική ὕλη (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swel- / *sel-)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ακετυλένιο ουδέτερο
- (χημεία) (βιοχημεία) άλλη μορφή του ασετυλίνη
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ακετυλένιο
|