Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακετυλένιο τα ακετυλένια
      γενική του ακετυλενίου
ακετυλένιου
των ακετυλενίων
    αιτιατική το ακετυλένιο τα ακετυλένια
     κλητική ακετυλένιο ακετυλένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακετυλένιο < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική acétylène + -ιο[1] < acetyl < λατινική acetum [2] + αρχαία ελληνική ὕλη [3]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακετυλένιο ουδέτερο

  • (χημεία) άλλη μορφή του ασετυλίνη
    ※  Απόσπασμα από το βιβλίο Χημείας Β' Λυκείου Γενικής Παιδείας, Ενότητα 2.6 Αλκίνια - αιθίνιο ή ακετυλένιο, ※  @ebooks.edu.gr
    Το ακετυλένιο χρησιμοποιείται στη συγκόλληση των μετάλλων (οξυακετυλενική φλόγα). Παλαιότερα το ακετυλένιο αποτελούσε τη βάση για τη βιομηχανική παρασκευή πολλών οργανικών ενώσεων με μεγάλες πρακτικές εφαρμογές. Μετά το 1970 και μέχρι σήμερα, ο ρόλος του ακετυλενίου έχει περιοριστεί, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις έχει αντικατασταθεί από το φτηνότερο αιθυλένιο.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία