πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασετυλίνη οι ασετυλίνες
      γενική της ασετυλίνης των ασετυλινών
    αιτιατική την ασετυλίνη τις ασετυλίνες
     κλητική ασετυλίνη ασετυλίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ασετυλίνη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀσετυλίνη (ήδη από το 1896)[1] (επίσης, ἀσετυλένιον) < (λόγιο δάνειο) γαλλική acétylène, υβριδικό σύνθετο < acetyl ( < λατινική acetum + -yl < αρχαία ελληνική ὕλη) + -ène -ίνη.[2] Συγκρίνετε με τη μορφή ακετυλένιο.
ΔΦΑ : /a.se.tiˈli.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασετυλίνη

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασετυλίνη θηλυκό

  1. (χημεία) ακόρεστος υδρογονάνθρακας (C2H2), αέριο εύφλεκτο και άχρωμο
  2. (παρωχημένο) φωτιστικό αέριο που παράγεται από την ένωση ανθρακασβεστίου και νερού
  3. (κατ’ επέκταση, παρωχημένο) το φωτιστικό που λειτουργούσε με το φωτιστικό αέριο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • ασετυλίνη - Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές @greek-language.gr

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 166, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. αστετυλίνη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.