κετόνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κετόνη | οι | κετόνες |
γενική | της | κετόνης | των | κετονών |
αιτιατική | την | κετόνη | τις | κετόνες |
κλητική | κετόνη | κετόνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κετόνη < (άμεσο δάνειο) γαλλική cétone < acétone < λατινική acetum < aceo < πρωτοϊταλική *akēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eḱ- (οξύς, αιχμηρός)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακετόνη θηλυκό
- (χημεία) κατηγορία οργανικών ενώσεων που περιέχουν καρβονύλιο (C=Ο) και χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κετόνη στη Βικιπαίδεια
- αλδεΰδη