εποξείδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εποξείδιο | τα | εποξείδια |
γενική | του | εποξείδιου & εποξειδίου |
των | εποξείδιων & εποξειδίων |
αιτιατική | το | εποξείδιο | τα | εποξείδια |
κλητική | εποξείδιο | εποξείδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εποξείδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική epoxide < oxide < γαλλική oxide < oxygene (< αρχαία ελληνική ὀξύς) + acide (< λατινική acidus < aceo < πρωτοϊταλική *akēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eḱ-)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεποξείδιο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- εποξειδικός
- → δείτε τη λέξη οξύς