κατιόν
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατιόν | τα | κατιόντα |
γενική | του | κατιόντος | των | κατιόντων |
αιτιατική | το | κατιόν | τα | κατιόντα |
κλητική | κατιόν | κατιόντα | ||
Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κατιόν < αγγλική cation < αρχαία ελληνική κατιόν, ουδέτερο μετοχής του κάτειμι < εἶμι (αντιδάνειο)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κατιόν ουδέτερο
- (φυσική) θετικά φορτισμένο ιόν, που έλκεται από την κάθοδο κατά την ηλεκτρόλυση εξ ου και η ονομασία του
- (συνεκδοχικά) οποιοδήποτε άτομο ή ομάδα ατόμων που φέρουν θετικό φορτίο