Ουσιαστικό

επεξεργασία

cation (en)

Αντώνυμα

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
cation < cathode + ion

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.tjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cation cations

cation (fr) αρσενικό

Αντώνυμα

επεξεργασία