κατιών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κατιών & κατιόντας |
η | κατιούσα | το | κατιόν |
γενική | του | κατιόντος & κατιόντα |
της | κατιούσας & κατιούσης* |
του | κατιόντος |
αιτιατική | τον | κατιόντα | την | κατιούσα | το | κατιόν |
κλητική | κατιών & κατιόντα |
κατιούσα | κατιόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κατιόντες | οι | κατιούσες | τα | κατιόντα |
γενική | των | κατιόντων | των | κατιουσών | των | κατιόντων |
αιτιατική | τους | κατιόντες | τις | κατιούσες | τα | κατιόντα |
κλητική | κατιόντες | κατιούσες | κατιόντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατιών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατιών < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κάτειμι < (κατά) κατ- + εἶμι
- για τον όρο της φυσικής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cation < αρχαία ελληνική κατιόν (αντιδάνειο)
- για την κατιούσα μουσική κλίμακα < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική gamme descendente[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.tiˈon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τι‐ών
Μετοχή
επεξεργασίακατιών, -ούσα, -όν
- ο κατερχόμενος, που κατεβαίνει, αυτός που ακολουθεί φθίνουσα πορεία, και όταν αυτή είναι χρονική, σημαίνει κατά σειρά τους επόμενους
- άλλες μορφές: κατιόντας
- (φυσική, ουσιαστικοποιημένο) κατιόν: ιόν με θετικό ηλεκτρικό φορτίο που πάει προς την κάθοδο κατά τη διαδικασία της ηλεκτρόλυσης
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- κατιόντες συγγενείς: οι άμεσοι απόγονοι (γιος, κόρη, εγγονός, εγγονή κ.λπ.)
- κατιόντες χαρακτήρες:
- (μουσική) κατιούσα κλίμακα: φθόγγοι της σκάλας που ξεκινούν από τον ψηλότερο και κατεβαίνουν προς τον χαμηλότερο διαδοχικά
- (μαθηματικά) κατιούσα πρόοδος*: (δηλαδή από το υψηλότερο στο κατώτερο, από το ισχυρότερο στο πιο αδύναμο κ.λπ.)
Εκφράσεις
επεξεργασία- παίρνω την κατιούσα: (μεταφορικά) δεν πάω καλά, βρίσκομαι σε παρακμή
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατιών συγγενής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κατιών - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας