↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατερχόμενος η κατερχόμενη το κατερχόμενο
      γενική του κατερχόμενου της κατερχόμενης του κατερχόμενου
    αιτιατική τον κατερχόμενο την κατερχόμενη το κατερχόμενο
     κλητική κατερχόμενε κατερχόμενη κατερχόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατερχόμενοι οι κατερχόμενες τα κατερχόμενα
      γενική των κατερχόμενων των κατερχόμενων των κατερχόμενων
    αιτιατική τους κατερχόμενους τις κατερχόμενες τα κατερχόμενα
     κλητική κατερχόμενοι κατερχόμενες κατερχόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατερχόμενος < μετοχή ενεστώτα του κατέρχομαι

κατερχόμενος -η, -ο

  • που κατέρχεται, που κατεβαίνει προς τα κάτω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία