Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατιονικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατιονικ
ός
η
κατιονικ
ή
το
κατιονικ
ό
γενική
του
κατιονικ
ού
της
κατιονικ
ής
του
κατιονικ
ού
αιτιατική
τον
κατιονικ
ό
την
κατιονικ
ή
το
κατιονικ
ό
κλητική
κατιονικ
έ
κατιονικ
ή
κατιονικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατιονικ
οί
οι
κατιονικ
ές
τα
κατιονικ
ά
γενική
των
κατιονικ
ών
των
κατιονικ
ών
των
κατιονικ
ών
αιτιατική
τους
κατιονικ
ούς
τις
κατιονικ
ές
τα
κατιονικ
ά
κλητική
κατιονικ
οί
κατιονικ
ές
κατιονικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατιονικός
<
κατιόν
, (
αντιδάνειο
)
αγγλική
cationic
Επίθετο
επεξεργασία
κατιονικός, -η, -ο
(
χημεία
): ο σχετικός με
κατιόν
κατιονικός
πολυμερισμός
,
κατιονικό
σύμπλοκο
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανιονικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατιονικός
αγγλικά
:
cationic
(en)