φορτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φορτισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φορτίζω
Μετοχή
επεξεργασίαφορτισμένος, -η, -ο
- συσκευή που είναι πλήρης ηλεκτρικού φορτίου, είναι γεμάτη (ηλεκτρισμό), έχει φορτισθεί επαρκώς
- άτομο, κατάσταση, ατμόσφαιρα που είναι τεταμένη, επιβαρύνεται με συναισθηματική ένταση, μεγάλη νευρικότητα
- ↪ Συζήτησαν σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη ατμόσφαιρα και τελικά δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν.
- ↪ Καβγαδίσαμε στα καλά καθούμενα γιατί ήρθε στο σπίτι πολύ φορτισμένος από το γραφείο.
- (φυσική) που έχει ηλεκτρικό φορτίο, θετικό ή αρνητικό