charged
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | charged |
συγκριτικός | more charged |
υπερθετικός | most charged |
charged (en)
- φορτισμένος, γεμάτο ή προκαλεί έντονα συναισθήματα ή απόψεις
- ↪ He spoke emotionally charged.
- Μίλησε συναισθηματικά φορτισμένος.
- ↪ He spoke emotionally charged.
- φορτισμένος, με ηλεκτρικό φορτίο
- ↪ a positively/negatively charged electrode - ηλεκτρόδιο θετικά/αρνητικά φορτισμένο
- ↪ Lightning is created between oppositely charged clouds.
- Η αστραπή δημιουργείται ανάμεσα σε σύννεφα αντίθετα φορτισμένα.
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
charged (en)