Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός charged
συγκριτικός more charged
υπερθετικός most charged

charged (en)

  1. φορτισμένος, γεμάτο ή προκαλεί έντονα συναισθήματα ή απόψεις
    ⮡  He spoke emotionally charged.
    Μίλησε συναισθηματικά φορτισμένος.
  2. φορτισμένος, με ηλεκτρικό φορτίο
    ⮡  a positively/negatively charged electrode - ηλεκτρόδιο θετικά/αρνητικά φορτισμένο
    ⮡  Lightning is created between oppositely charged clouds.
    Η αστραπή δημιουργείται ανάμεσα σε σύννεφα αντίθετα φορτισμένα.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

charged (en)