Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αφόρτιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
αφόρτωτος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αφόρτιστ
ος
η
αφόρτιστ
η
το
αφόρτιστ
ο
γενική
του
αφόρτιστ
ου
της
αφόρτιστ
ης
του
αφόρτιστ
ου
αιτιατική
τον
αφόρτιστ
ο
την
αφόρτιστ
η
το
αφόρτιστ
ο
κλητική
αφόρτιστ
ε
αφόρτιστ
η
αφόρτιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αφόρτιστ
οι
οι
αφόρτιστ
ες
τα
αφόρτιστ
α
γενική
των
αφόρτιστ
ων
των
αφόρτιστ
ων
των
αφόρτιστ
ων
αιτιατική
τους
αφόρτιστ
ους
τις
αφόρτιστ
ες
τα
αφόρτιστ
α
κλητική
αφόρτιστ
οι
αφόρτιστ
ες
αφόρτιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αφόρτιστος
<
α-
+
φορτίζω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αφόρτιστος
που δεν έχει
φορτιστεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
φορτισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αφόρτιστος
αγγλικά
:
uncharged
(en)