αγριομιλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγριομιλώ < μεσαιωνική ελληνική αγριομιλώ < αγριο- + μιλώ
Ρήμα
επεξεργασίααγριομιλώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αγριομιλάω - αγριομιλώ | αγριομιλούσα | θα αγριομιλάω - αγριομιλώ | να αγριομιλάω - αγριομιλώ | αγριομιλώντας | |
β' ενικ. | αγριομιλάς | αγριομιλούσες | θα αγριομιλάς | να αγριομιλάς | αγριομίλα - αγριομίλαγε | |
γ' ενικ. | αγριομιλάει - αγριομιλά | αγριομιλούσε | θα αγριομιλάει - αγριομιλά | να αγριομιλάει - αγριομιλά | ||
α' πληθ. | αγριομιλάμε - αγριομιλούμε | αγριομιλούσαμε | θα αγριομιλάμε - αγριομιλούμε | να αγριομιλάμε - αγριομιλούμε | ||
β' πληθ. | αγριομιλάτε | αγριομιλούσατε | θα αγριομιλάτε | να αγριομιλάτε | αγριομιλάτε | |
γ' πληθ. | αγριομιλάν(ε) - αγριομιλούν(ε) | αγριομιλούσαν(ε) | θα αγριομιλάν(ε) - αγριομιλούν(ε) | να αγριομιλάν(ε) - αγριομιλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αγριομίλησα | θα αγριομιλήσω | να αγριομιλήσω | αγριομιλήσει | ||
β' ενικ. | αγριομίλησες | θα αγριομιλήσεις | να αγριομιλήσεις | αγριομίλα - αγριομίλησε | ||
γ' ενικ. | αγριομίλησε | θα αγριομιλήσει | να αγριομιλήσει | |||
α' πληθ. | αγριομιλήσαμε | θα αγριομιλήσουμε | να αγριομιλήσουμε | |||
β' πληθ. | αγριομιλήσατε | θα αγριομιλήσετε | να αγριομιλήσετε | αγριομιλήστε | ||
γ' πληθ. | αγριομίλησαν αγριομιλήσαν(ε) |
θα αγριομιλήσουν(ε) | να αγριομιλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αγριομιλήσει | είχα αγριομιλήσει | θα έχω αγριομιλήσει | να έχω αγριομιλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αγριομιλήσει | είχες αγριομιλήσει | θα έχεις αγριομιλήσει | να έχεις αγριομιλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αγριομιλήσει | είχε αγριομιλήσει | θα έχει αγριομιλήσει | να έχει αγριομιλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αγριομιλήσει | είχαμε αγριομιλήσει | θα έχουμε αγριομιλήσει | να έχουμε αγριομιλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αγριομιλήσει | είχατε αγριομιλήσει | θα έχετε αγριομιλήσει | να έχετε αγριομιλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αγριομιλήσει | είχαν αγριομιλήσει | θα έχουν αγριομιλήσει | να έχουν αγριομιλήσει |
|