γεωτοπίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γεωτοπίο | τα | γεωτοπία |
γενική | του | γεωτοπίου | των | γεωτοπίων |
αιτιατική | το | γεωτοπίο | τα | γεωτοπία |
κλητική | γεωτοπίο | γεωτοπία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεωτοπίο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική geotope < αρχαία ελληνική γεω- + τόπος > τοπίο
Ουσιαστικό επεξεργασία
γεωτοπίο ουδέτερο
- (λόγιο, γεωλογία, οικολογία) τοπίο με κάποιο ιδιαίτερο γεωλογικό χαρακτηριστικό (που ενδιαφέρει τόσο τους τουρίστες όσο και τους γεωλόγους)
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γεωτοπίο
|