οικοσύστημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οικοσύστημα < λόγιο ενδογενές δάνειο: écosystème < αρχαία ελληνική οἶκος + σύστημα
Ουσιαστικό επεξεργασία
οικοσύστημα ουδέτερο
- (οικολογία) βασική οικολογική μονάδα που αποτελείται από τον βιότοπο και τη βιοκοινότητα που ζει σ’ αυτό
επεξεργασία
- οικοσυστημικός
- οικοσυστηματικός
- → δείτε τις λέξεις οίκος και σύστημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
οικοσύστημα