Ουσιαστικό

επεξεργασία

biotope (en)



Ετυμολογία

επεξεργασία
biotope < bio- + -tope

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
biotope biotopes

biotope (fr) θηλυκό