biotope
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbiotope (en)
- ο βιότοπος
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
biotope | biotopes |
biotope (fr) θηλυκό
biotope (en)
ενικός | πληθυντικός |
biotope | biotopes |
biotope (fr) θηλυκό