Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βιοκοινότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βιοκοινότητ
α
οι
βιοκοινότητ
ες
γενική
της
βιοκοινότητ
ας
των
βιοκοινοτήτ
ων
αιτιατική
τη
βιοκοινότητ
α
τις
βιοκοινότητ
ες
κλητική
βιοκοινότητ
α
βιοκοινότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βιοκοινότητα
<
βιο-
+
κοινότητα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
vi.o.ciˈno.ti.ta
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βιοκοινότητα
θηλυκό
το σύνολο των ζωντανών οργανισμών ενός
βιοτόπου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιοκοινότητα
αγγλικά
:
biocoenosis
(en)
γαλλικά
:
biocénose
(fr)
,
biocœnose
(fr)