Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υγρότοπος οι υγρότοποι
      γενική του υγρότοπου
υγροτόπου
των υγρότοπων
υγροτόπων
    αιτιατική τον υγρότοπο τους υγρότοπους
υγροτόπους
     κλητική υγρότοπε υγρότοποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υγρότοπος < υγρό- + -τοπος ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) wetland)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υγρότοπος αρσενικό

  • το μέρος όπου βρίσκονται εκτάσεις με νερό (σχετικά μικρού βάθους)
    Σημαντικοί αριθμοί του παγκοσμίως απειλούμενου με εξαφάνιση αργυροπελεκάνου (Pelecanus crispus) και του ροδοπελεκάνου (Pelecanus onocrotalus) παρατηρήθηκαν κατά την πρώτη πανελλαδική απογραφή που έγινε σε 30 υγροτόπους της χώρας. Συνολικά καταγράφηκαν 3.564 αργυροπελεκάνοι σε 16 υγρότοπους και 684 ροδοπελεκάνοι σε 9 αντίστοιχες περιοχές. (*)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία