Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
zone zones

zone (en)

  1. η ζώνη, η περιοχή
    ⮡  Earth has two temperate zones.
    Η γη έχει δύο εύκρατες ζώνες.
    ⮡  The UN will withdraw the peacekeeping forces from the war zones.
    Ο ΟΗΕ θα αποσύρει τις ειρηνευτικές δυνάμεις από τις εμπόλεμες περιοχές.
  2. η ζώνη των ορθόδοξων ιερέων

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας zone
γ΄ ενικό ενεστώτα zones
αόριστος zoned
παθητική μετοχή zoned
ενεργητική μετοχή zoning

zone (en)

  1. διαιρώ σε ζώνες
  2. προσδιορίζω τη χρήση μίας ζώνης (περιοχής)
  3. χαζεύω, αφαιρούμαι, ονειρεύομαι ξύπνιος



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

zone (fr), des zones.