zone
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
zone | zones |
zone (en)
- η ζώνη, η περιοχή
- ⮡ Earth has two temperate zones.
- Η γη έχει δύο εύκρατες ζώνες.
- ⮡ The UN will withdraw the peacekeeping forces from the war zones.
- Ο ΟΗΕ θα αποσύρει τις ειρηνευτικές δυνάμεις από τις εμπόλεμες περιοχές.
- ⮡ Earth has two temperate zones.
- η ζώνη των ορθόδοξων ιερέων
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | zone |
γ΄ ενικό ενεστώτα | zones |
αόριστος | zoned |
παθητική μετοχή | zoned |
ενεργητική μετοχή | zoning |
zone (en)
- διαιρώ σε ζώνες
- προσδιορίζω τη χρήση μίας ζώνης (περιοχής)
- χαζεύω, αφαιρούμαι, ονειρεύομαι ξύπνιος