↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποικιλομορφία οι ποικιλομορφίες
      γενική της ποικιλομορφίας των ποικιλομορφιών
    αιτιατική την ποικιλομορφία τις ποικιλομορφίες
     κλητική ποικιλομορφία ποικιλομορφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποικιλομορφία < ελληνιστική κοινή ποικιλομορφία[1] [2] < αρχαία ελληνική ποικιλόμορφος < ποικίλος + μορφή ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική diversité[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ποικιλομορφία θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία
σύνθετοι όροι
επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 ποικιλομορφίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ποικιλομορφία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.