diversité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- diversité < λατινική diversitas
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /di.vɛʁ.si.te/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
diversité | diversités |
diversité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
diversité | diversités |
diversité (fr) θηλυκό