Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποικιλότητα οι ποικιλότητες
      γενική της ποικιλότητας των ποικιλοτήτων
    αιτιατική την ποικιλότητα τις ποικιλότητες
     κλητική ποικιλότητα ποικιλότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ποικιλότητα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ποικιλότητα θηλυκό

  1. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ή συνύπαρξη διαφορετικών στοιχείων ή χαρακτηριστικών δίχως όμως να φτάνει στο σημείο της δυσαρμονίας (όπως στην περίπτωση της ανομοιομορφίας)

  Μεταφράσεις επεξεργασία