ποικιλότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ποικιλότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ποικιλότητα θηλυκό
- κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ή συνύπαρξη διαφορετικών στοιχείων ή χαρακτηριστικών δίχως όμως να φτάνει στο σημείο της δυσαρμονίας (όπως στην περίπτωση της ανομοιομορφίας)