βασίλειο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βασίλειο | τα | βασίλεια |
γενική | του | βασιλείου | των | βασιλείων |
αιτιατική | το | βασίλειο | τα | βασίλεια |
κλητική | βασίλειο | βασίλεια | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βασίλειο < αρχαία ελληνική βασιλεύς
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /va.ˈsi.li.ɔ/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βασίλειο ουδέτερο
- χώρα που διοικείται από έναν βασιλιά
- το βασίλειο της Σουηδίας / του Βελγίου
- το σύνολο των ζώων ή των φυτών
- το ζωικό βασίλειο, το φυτικό βασίλειο
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βασίλειο
|
|