βασίλειο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βασίλειο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βασίλειο, αρχαία σημασία: παλάτι, πρωτεύουσα < βασιλεύς
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaˈsi.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σί‐λει‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βασίλειο ουδέτερο
- χώρα που διοικείται από έναν βασιλιά
- ⮡ το βασίλειο της Σουηδίας / του Βελγίου
- ⮡ η Αγγλία, η Σκωτία, η Ουαλία και η Βόρεια Ιρλανδία μαζί σχηματίζουν το Ηνωμένο Βασίλειο
- (ταξινομία) ταξινομική βαθμίδα κατώτερη της επικράτειας και ανώτερη της συνομοταξίας για το σύνολο των ζώων, των φυτών, των μυκήτων, και άλλων οργανισμών. Υπάρχουν έξι ή επτά βασίλεια.
- ⮡ το ζωικό βασίλειο, το φυτικό βασίλειο
- → δείτε βασίλειο (βιολογία) στη Βικιπαίδεια
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χώρα με βασιλιά