πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική królestwo królestwa
γενική królestwa królestw
δοτική królestwu królestwom
αιτιατική królestwo królestwa
οργανική królestwem królestwami
τοπική królestwu królestwach
κλητική królestwo królestwa

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kruˈlɛstfɔ/
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία

królestwo (pl) < król + (e για ευφωνία) +-stwo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

królestwo (pl) ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη król