król
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
król (pl) < από το όνομα του Καρλομάγνου
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
król (pl) αρσενικό
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- tam, gdzie król chodzi piechotą: (κατά λέξη: εκεί που ο βασιλιάς πάει με τα πόδια)
- za króla Ćwieczka: πάρα πολύ παλιά, τα πολύ παλιά χρόνια