πολυμορφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυμορφία < ελληνιστική κοινή πολυμορφία < αρχαία ελληνική πολύμορφος < πολύς + μορφή (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική polymorphie[1] ή σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική polymorphy[1])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυμορφία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) το να είναι κάποιος ή κάτι πολύμορφο(ς), η ιδιότητα του πολύμορφου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυμορφία
- ↑ 1,0 1,1 πολυμορφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)