πολυτυπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυτυπία < πολυ- + τύπος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική formenreich[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυτυπία θηλυκό
- (γραμματική) η ύπαρξη πολλαπλών μορφών ενός γραμματικού τύπου
- (κατ’ επέκταση) πολυμορφία, ποικιλία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυτυπία
|
- ↑ πολυτυπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας