μονοτυπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοτυπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monotype < αρχαία ελληνική μόνος + τύπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονοτυπία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- μονοτύπης
- μονοτυπικός
- → δείτε τις λέξεις μόνος και τύπος