πολύτυπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολύτυπος < πολυ- + τύπος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multigrade[1])
Επίθετο
επεξεργασίαπολύτυπος, -η, -ο
- (τεχνολογία, χημεία) που (αναφέρεται σε λιπαντικά τα οποία) έχουν σχεδιαστεί να λειτουργούν αποτελεσματικά σε διάφορες θερμοκρασίες
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολύτυπος
- ↑ πολύτυπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)