παρκάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παρκάκι | τα | παρκάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παρκάκι | τα | παρκάκια |
κλητική | παρκάκι | παρκάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρκάκι < πάρκο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρκάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του πάρκο
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρκάκι
|