parko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parko | parkoj |
αιτιατική | parkon | parkojn |
parko (eo)
- το πάρκο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | parko | parkoj |
αιτιατική | parkon | parkojn |
parko (eo)