Επίθετο

επεξεργασία

parcus (la)

  1. φειδωλός
  2. οικονόμος
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική parcus parcī
γενική parcī parcōrum
δοτική parcō parcīs
αιτιατική parcum parcōs
κλητική parce parcī
αφαιρετική parcō parcīs
(β' κλίση)