περικλείω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περικλείω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περικλείω < περι- (γύρω) + κλείω (κλείνω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈkli.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐κλεί‐ω
Ρήμα επεξεργασία
περικλείω, αόρ.: περιέκλεισα, παθ.φωνή: περικλείομαι, π.αόρ.: περικλείστηκα, μτχ.π.π.: περικλεισμένος
- κλείνω γύρω γύρω
- ↪ Το οικόπεδο περικλείεται απο τις οδούς...
- ≈ συνώνυμα: περιβάλλω, περικυκλώνω, περιστοιχίζω, περιφράζω
- άλλες μορφές: περικλείνω
- περιλαμβάνω
- ↪ Η εργασία αυτή περικλείει όλες τις ιδέες του συγγραφέα. Είναι η επιτομή των θεωριών του.
επεξεργασία
- περίκλειστα (επίρρημα)
- περίκλειστος
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- περικλείω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περικλείω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.