Ετυμολογία

επεξεργασία

περικλείω, αόρ.: περιέκλεισα, παθ.φωνή: περικλείομαι, π.αόρ.: περικλείστηκα, μτχ.π.π.: περικλεισμένος

  1. κλείνω γύρω γύρω
      Το οικόπεδο περικλείεται απο τις οδούς...
     συνώνυμα: περιβάλλω, περικυκλώνω, περιστοιχίζω, περιφράζω
    άλλες μορφές: περικλείνω περικλειώ
  2. περιλαμβάνω
      Η εργασία αυτή περικλείει όλες τις ιδέες του συγγραφέα. Είναι η επιτομή των θεωριών του.

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
περικλείω < περι- (γύρω) + κλείω (κλείνω)

ζητούμενο λήμμα