περικλεισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περικλεισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περικλείνω
Μετοχή επεξεργασία
περικλεισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη περικλείνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
περικλεισμένος
|
περικλεισμένος, -η, -ο
|