πλινθοπερίκλειστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλινθοπερίκλειστος < πλίνθ(ος) + -ο- + περίκλειστος
Επίθετο
επεξεργασία
πλινθοπερίκλειστος, -η, -ο
- (αρχιτεκτονική) που έχει δομηθεί με το (βυζαντινό ή μεταβυζαντινό) πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλινθοπερίκλειστος
|