↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίκλειση οι περικλείσεις
      γενική της περίκλεισης* των περικλείσεων
    αιτιατική την περίκλειση τις περικλείσεις
     κλητική περίκλειση περικλείσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περικλείσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περίκλειση < ελληνιστική κοινή περίκλεισις[1] [2] < αρχαία ελληνική περικλείω < περί + κλείω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περίκλειση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. περίκλεισηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. περίκλεισις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.