ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περίκλεισῐς αἱ περικλείσεις
      γενική τῆς περικλείσεως τῶν περικλείσεων
      δοτική τῇ περικλείσει ταῖς περικλείσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περίκλεισῐν τὰς περικλείσεις
     κλητική ! περίκλεισῐ περικλείσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περικλείσει
γεν-δοτ τοῖν  περικλεισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περίκλεισις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περίκλεισις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)