Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρκέ < γαλλική parquet < parc +‎ -et < παλαιά γαλλική parc < μεσαιωνική λατινική parcus / parricus < φραγκική *parrik (περικλείω) < πρωτογερμανική *parrukaz (περικλείω, περιφράσσω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)par- (κούτσουρο, δοκάρι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paɾˈce/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρ‐κέ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρκέ ουδέτερο άκλιτο

  1. πάτωμα από λειασμένες σανίδες τυποποιημένων διαστάσεων
  2. (κατ’ επέκταση) το δάπεδο ενός γηπέδου (μπάσκετ, βόλεϊ κ.λπ.)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία