Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρκέτο τα παρκέτα
      γενική του παρκέτου των παρκέτων
    αιτιατική το παρκέτο τα παρκέτα
     κλητική παρκέτο παρκέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρκέτο < ιταλική parchetto[1] < γαλλική parquet < parc +‎ -et < παλαιά γαλλική parc < μεσαιωνική λατινική parcus / parricus < φραγκική *parrik (περικλείω) < πρωτογερμανική *parrukaz (περικλείω, περιφράσσω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)par- (κούτσουρο, δοκάρι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paɾˈce.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρ‐κέ‐το

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρκέτο ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του παρκέ
  2. σανίδα του παρκέ

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία