Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λειασμένος η λειασμένη το λειασμένο
      γενική του λειασμένου της λειασμένης του λειασμένου
    αιτιατική τον λειασμένο τη λειασμένη το λειασμένο
     κλητική λειασμένε λειασμένη λειασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λειασμένοι οι λειασμένες τα λειασμένα
      γενική των λειασμένων των λειασμένων των λειασμένων
    αιτιατική τους λειασμένους τις λειασμένες τα λειασμένα
     κλητική λειασμένοι λειασμένες λειασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λειασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λειαίνω

  Μετοχή επεξεργασία

λειασμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν λειάνει
    λειασμένα βότσαλα

  Μεταφράσεις επεξεργασία