Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρκεταρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παρκεταρισμέν
ος
η
παρκεταρισμέν
η
το
παρκεταρισμέν
ο
γενική
του
παρκεταρισμέν
ου
της
παρκεταρισμέν
ης
του
παρκεταρισμέν
ου
αιτιατική
τον
παρκεταρισμέν
ο
την
παρκεταρισμέν
η
το
παρκεταρισμέν
ο
κλητική
παρκεταρισμέν
ε
παρκεταρισμέν
η
παρκεταρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παρκεταρισμέν
οι
οι
παρκεταρισμέν
ες
τα
παρκεταρισμέν
α
γενική
των
παρκεταρισμέν
ων
των
παρκεταρισμέν
ων
των
παρκεταρισμέν
ων
αιτιατική
τους
παρκεταρισμέν
ους
τις
παρκεταρισμέν
ες
τα
παρκεταρισμέν
α
κλητική
παρκεταρισμέν
οι
παρκεταρισμέν
ες
παρκεταρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
παρκεταρισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παρκετάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρκεταρισμένος