παρκετάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paɾ.ceˈta.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐κε‐τά‐ρω
Ρήμα
επεξεργασία
παρκετάρω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παρκέ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρκετάρω
|