Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρκετίνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παρκετίν
η
οι
παρκετίν
ες
γενική
της
παρκετίν
ης
των
παρκετιν
ών
αιτιατική
την
παρκετίν
η
τις
παρκετίν
ες
κλητική
παρκετίν
η
παρκετίν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παρκετίνη
<
παρκέτο
+
-ίνη
<
ιταλική
parchetto
<
γαλλική
parquet
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
paɾ.ceˈti.ni
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
παρ
‐
κε
‐
τί
‐
νη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παρκετίνη
θηλυκό
κρεμώδης
ουσία
που τη χρησιμοποιούν στο
γυάλισμα
παρκέ
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη
λέξη
παρκέ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρκετίνη