Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρκετέζα οι παρκετέζες
      γενική της παρκετέζας
    αιτιατική την παρκετέζα τις παρκετέζες
     κλητική παρκετέζα παρκετέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρκετέζα < γαλλική parqueteuse

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρκετέζα θηλυκό

  • είδος σκούπας, κυρίως ηλεκτρικής, που είναι κατάλληλη για να γυαλίζει ξύλινα πατώματα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία