Ουσιαστικό

επεξεργασία

parking (en) (μη μετρήσιμο)

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

parking (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
parking < (άμεσο δάνειο) αγγλική parking

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
parking parkings

parking (fr) αρσενικό

  1. η στάθμευση, το παρκάρισμα
     συνώνυμα: garage, parcage, stationnement
  2. το πάρκινγκ
  3. (οικείο) σαν δεύτερο συνθετικό, εκφράζει μια λύση δεύτερης κατηγορίας, με μικρότερη αξία ή χωρίς μέλλον, της πλάκας
    stage de 'parking - σταζ που δεν αποφέρει καμία γνώση ή εμπειρία σ' αυτόν που το κάνει