πάρκινγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πάρκινγκ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική parking
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάρκινγκ ουδέτερο άκλιτο
- η στάθμευση
- ο χώρος στάθμευσης
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πάρκινγκ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)